υπερχλωριούχος

υπερχλωριούχος
-α, -ο
αυτός που περιέχει ποσότητα χλωρίου μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη (για μεταλλικές χλωριούχες ενώσεις).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπερχλωριούχος — α, ο, Ν χημ. (για μεταλλικές ενώσεις) αυτός που περιέχει στο μόριό του τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα χλωρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + χλωριούχος. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. perchlorure και μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”